-
1 враждебный
-
2 боевой
боев||о́йприл1. πολεμικός, μαχητικός:\боевойые деи́ствия οἱ ἐχθροπραξίες, οἱ πολεμικές ἐπιχειρήσεις; \боевойа́я подготовка ἡ στρατιωτική ἐκπαίδευση; \боевойа́я задача ὁ πολεμικός σκοπός, ἡ πολεμική ἀποστολή; \боевойое снаряжение ἡ ἐξάρτηση, ὁ ὁπλισμός; \боевой порядок ἡ παράταξη μάχης; \боевойые заслуги οἱ πολεμικές ὑπηρεσίες; \боевойые отли́чия τά πολεμικά παράσημα; \боевойая тревога ὁ συναγερμός; \боевойое крещение τό βάπτισμα τοῦ πυρός; \боевой товарищ ὁ συμπολεμιστής, ὁ συμμαχητής; быть в \боевой готовности εἶμαι ἐτοιμοπόλεμος;2. перен μαχητικός, πολεμικός / φιλοπόλεμος (воинственный):\боевой дух τό μαχητικό πνεΰμα. -
3 действие
действ||иес1. (деятельность, работа) ἡ δράση [-ις], ἡ πράξη [-ις], ἡ ἐνέργεια / ἡ κίνηση [-ις], ἡ λειτουργία μηχανής (машины, аппарата и т. п.):приводить в \действие θέτω σέ κίνηση· находиться в \действиеии βρίσκομαι σέ κίνηση, βρίσκομαι ἐν λειτουργία· радиус \действиеия ἡ ἀκτίνα δράσης· бо́мба замедленного \действиеия ἡ ἐγκαιροφλε-γής βόμβα·2. (поступок) чаще мн, \действиеия οἱ πράξεις:образ \действиеий ὁ τρόπος ἐνέργειας· самовольные \действиеия οἱ αὐθαίρετες πράξεις· свобода \действиени́ ἡ ἐλευθερία δράσης·3. (договора, соглашения) ἡ ἰσχύς:вводить в \действие θέτω σέ ἰσχύ· обратное \действие закона юр ἡ ἀναδρομική ἰσχύς τοῦ νόμου·4. (воздействие, влияние) ἡ ἐπίδραση [-ις], ἡ ἐπιρροή, ἡ ἐνέργεια:благотворное \действие ἡ εὐεργετική ἐπίδραση· оказывать \действие на кого-л., на что-л. ἐπιδρώ, ἀσκῶ ἐπίδραση· под \действиеием ὑπό τήν ἐπίδραση·5. (события в пьесе, в рассказе) ἡ ὑπόθε-σπ [-ις], ἡ δράση [-ις]:\действие повести ἡ ὑπόθεση τοῦ διηγήματος·6. театр., мат ἡ πράξη [-ις]:комедия в трех \действиеиях κωμωδία σέ (είς) τρείς πράξεις· четыре арифметических \действиеия οἱ τέσσαρες πράξεις τής ἀριθμητικής· ◊ военные \действиеия οἱ πολεμικές ἐπιχειρήσεις, οἱ ἐχθροπραξίες. -
4 открывать
открыватьнесов1. ἀνοίγω/ ξεσκεπάζω (что-л. покрытое):\открывать дверь ἀνοίγω τήν πόρτα· \открывать грудь ξεστηθώνομαν \открывать зонт ἀνοίγω τήν όμπρέλλα·2. (учреждение и т. п.) ἀνοίγω, εγκαινιάζω / αποκαλύπτω (памятник и т. п.)·3. (разоблачать) αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω, φανερώνω:\открывать правду φανερώνω τήν αλήθεια· \открывать тайну αποκαλύπτω τό μυστικό·4. (о научных открытиях) ανακαλύπτω/ εφευρίσκω (изобретать)·5. (начинать что-л.) ἀνοίγω, ἀρχίζω:\открывать военные действия ἀρχίζω τίς εχθροπραξίες, ἀρχίζω τίς πολεμικές επιχειρήσεις· \открывать огонь ἀνοίγω πυρά· \открывать собрание ἀνοίγω τήν συνεδρίαση· \открывать счёт а) (в сберкассе и т. η.) ἀνοίγω λογαριασμό, б) спорт. ἀνοίγω τό σκορ· \открыватькредит ἀνοίγω πίστωση· ◊ \открывать кому-л. глаза на что-л. ἀνοίγω κάποιου τά μάτια· \открывать сердце кому́-л. ἀνοίγω κάποιου τήν καρδιά μου· \открывать карты ἀνοίγω τά χαρτιά μου. -
5 прекратить
-ащу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прекращённый, βρ: -щён, -щена, -щеноρ.σ.μ.διακόπτω, σταματώ, παύω, κόβω, τερματίζω•прекратить военные действия τερματίζω τις πολεμικές επιχειρήσεις (τις εχθροπραξίες)•
разговор κόβω την κουβέντα•
прекратить сношения κόβω σχέσεις•
прекратить беспорядки σταματώ τις αταξίες•
-ите работу! σταματήστε τη δουλειά!
σταματώ, παύω τερματίζομαι•дождь -йлся η βροχή σταμάτησε•
боль -лась ο πόνος σταμάτησε.
См. также в других словарях:
Κασμίρ — (Kashmir). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (222.236 τ. χλμ., 12.649.917 κάτ.) της νοτιοκεντρικής Ασίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της ινδικής ενδοχώρας. Συνορεύει στα ΒΑ με το Αφγανιστάν και με την Κίνα, στα Ν με τα ινδικά κρατίδια Χιματσάλ… … Dictionary of Greek
Φρειδερίκος — I Όνομα δουκών, πριγκίπων και εκλεκτόρων. 1. Φ. B’ ο Μαχητής. Δούκας της Αυστρίας (1236 46). Διαδέχτηκε στην εξουσία τον πατέρα του Λεοπόλδο ΣΤ’ τον Ένδοξο και, εξαιτίας της αυταρχικότητας και του φιλοπόλεμου χαρακτήρα του, ήρθε πολλές φορές σε… … Dictionary of Greek
εχθροπραξία — η 1. εχθρική πράξη ή ενέργεια 2. πληθ. οι εχθροπραξίες ένοπλες συρράξεις ανάμεσα σε αντίπαλα στρατόπεδα, πολεμικές επιχειρήσεις («σταμάτησαν οι εχθροπραξίες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός + πραξία (< πράξις), πρβλ. α πραξία, κοινο πραξία. Η λ.… … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ελ Σαλβαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ελ Σαλβαδόρ Έκταση: 21.041 τ. χλμ Πληθυσμός: 6.178.700 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Σαν Σαλβαδόρ (504.000 κάτ. το 2003)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γουατεμάλα και στα Α με την Ονδούρα, ενώ στα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Μαξιμιλιανός — I (Maximilian). Όνομα αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Μ. A’ (Νόισταντ Βιέννης 1459 – Βελς 1519). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους (1493 1519). Ήταν πρωτότοκος γιος του αυτοκράτορα Φρειδερίκου… … Dictionary of Greek